φιλωτέρα

φιλωτέρα
φιλωτέρᾱ , φίλος
beloved
fem nom/voc/acc comp dual
φιλωτέρᾱ , φίλος
beloved
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλωτέρᾳ — φιλωτέρᾱͅ , φίλος beloved fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλωτέρα — Κόρη του Πτολεμαίου A’ και της Βερενίκης, που ονομάστηκε βασίλισσα, αν και δεν άσκησε ποτέ βασιλική εξουσία. Έμεινε ανύπαντρη, και τη θεωρούσαν υπόδειγμα σεμνότητας. Ο αδελφός της Πτολεμαίος B’ καθιέρωσε λατρεία της Φ., που εμφανίζεται ως θεά σε… …   Dictionary of Greek

  • φιλωτέρας — φιλωτέρᾱς , φίλος beloved fem acc comp pl φιλωτέρᾱς , φίλος beloved fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλωτέραν — φιλωτέρᾱν , φίλος beloved fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”